διαπνοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπνοή οι διαπνοές
      γενική της διαπνοής των διαπνοών
    αιτιατική τη διαπνοή τις διαπνοές
     κλητική διαπνοή διαπνοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαπνοή < αρχαία ελληνική διαπνοή < διαπνέω < διά + πνέω

Ουσιαστικό

διαπνοή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.