διαπιστευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαπιστευτήριο | τα | διαπιστευτήρια |
| γενική | του | διαπιστευτηρίου & διαπιστευτήριου |
των | διαπιστευτηρίων |
| αιτιατική | το | διαπιστευτήριο | τα | διαπιστευτήρια |
| κλητική | διαπιστευτήριο | διαπιστευτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαπιστευτήριο < διαπιστεύω + -τήριο < αρχαία ελληνική διαπιστεύω < πιστεύω < πίστις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lettres de créance)
Ουσιαστικό
διαπιστευτήριο ουδέτερο
- καθένα από τα έγγραφα που πρέπει να έχει ο διπλωματικός αντιπρόσωπος ενός κράτους, όταν διορίζεται σε κάποιο άλλο
- (μεταφορικά) στοιχείο που δείχνει ότι κάποιος έχει τις απαραίτητες γνώσεις ή ικανότητες για μια θέση ή εργασία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαπιστεύω, πιστεύω και πίστη
Μεταφράσεις
διαπιστευτήριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.