διακύβευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διακύβευμα | τα | διακυβεύματα |
| γενική | του | διακυβεύματος | των | διακυβευμάτων |
| αιτιατική | το | διακύβευμα | τα | διακυβεύματα |
| κλητική | διακύβευμα | διακυβεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
διακύβευμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) οτιδήποτε διακυβεύεται, οποιαδήποτε απόφαση, ενέργεια, διαδικασία ή/και κατάσταση που πιθανόν να τεθεί σε κίνδυνο, αν παρθούν λανθασμένες αποφάσεις, ή χαρακτηρίζεται εμπειρικά από άσχημες εξελίξεις
- Το κάπνισμα αποτελεί διακύβευμα υγείας για κάθε καπνιστή και το περιβάλλον του.
- Το διακύβευμα που αναλαμβάνει η πρωθυπουργός για μείωση του κόστους της ενέργειας είναι κρίσιμο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.