κυβεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυβεύω < αρχαία ελληνική κυβεύω

Ρήμα

κυβεύω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κυβεύω < κύβος

Ρήμα

κυβεύω

  1. παίζω ζάρια
  2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
  3. (+αιτιατική προσώπου) εξαπατώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.