διακινδυνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακινδυνευμένος | η | διακινδυνευμένη | το | διακινδυνευμένο |
| γενική | του | διακινδυνευμένου | της | διακινδυνευμένης | του | διακινδυνευμένου |
| αιτιατική | τον | διακινδυνευμένο | τη | διακινδυνευμένη | το | διακινδυνευμένο |
| κλητική | διακινδυνευμένε | διακινδυνευμένη | διακινδυνευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακινδυνευμένοι | οι | διακινδυνευμένες | τα | διακινδυνευμένα |
| γενική | των | διακινδυνευμένων | των | διακινδυνευμένων | των | διακινδυνευμένων |
| αιτιατική | τους | διακινδυνευμένους | τις | διακινδυνευμένες | τα | διακινδυνευμένα |
| κλητική | διακινδυνευμένοι | διακινδυνευμένες | διακινδυνευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακινδυνεύω
Μεταφράσεις
διακινδυνευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.