διακειμενικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακειμενικότητα | οι | διακειμενικότητες |
| γενική | της | διακειμενικότητας | των | διακειμενικοτήτων |
| αιτιατική | τη | διακειμενικότητα | τις | διακειμενικότητες |
| κλητική | διακειμενικότητα | διακειμενικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακειμενικότητα < διακειμενικός + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextuality
Ουσιαστικό
διακειμενικότητα θηλυκό
- (λογοτεχνία) το σύνολο των σχέσεων που βρίσκει ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού κειμένου ανάμεσα σ’ αυτό και σε άλλα κείμενα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διακειμενικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.