διακειμενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακειμενικός | η | διακειμενική | το | διακειμενικό |
| γενική | του | διακειμενικού | της | διακειμενικής | του | διακειμενικού |
| αιτιατική | τον | διακειμενικό | τη | διακειμενική | το | διακειμενικό |
| κλητική | διακειμενικέ | διακειμενική | διακειμενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακειμενικοί | οι | διακειμενικές | τα | διακειμενικά |
| γενική | των | διακειμενικών | των | διακειμενικών | των | διακειμενικών |
| αιτιατική | τους | διακειμενικούς | τις | διακειμενικές | τα | διακειμενικά |
| κλητική | διακειμενικοί | διακειμενικές | διακειμενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακειμενικός < δια- + κειμενικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intertextual
Ουσιαστικό
διακειμενικός αρσενικό
- (φιλολογία) που αφορά περισσότερα του ενός κείμενα και τη μεταξύ τους σχέση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.