διαιωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαιωνισμένος | η | διαιωνισμένη | το | διαιωνισμένο |
| γενική | του | διαιωνισμένου | της | διαιωνισμένης | του | διαιωνισμένου |
| αιτιατική | τον | διαιωνισμένο | τη | διαιωνισμένη | το | διαιωνισμένο |
| κλητική | διαιωνισμένε | διαιωνισμένη | διαιωνισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαιωνισμένοι | οι | διαιωνισμένες | τα | διαιωνισμένα |
| γενική | των | διαιωνισμένων | των | διαιωνισμένων | των | διαιωνισμένων |
| αιτιατική | τους | διαιωνισμένους | τις | διαιωνισμένες | τα | διαιωνισμένα |
| κλητική | διαιωνισμένοι | διαιωνισμένες | διαιωνισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαιωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαιωνίζω
Μεταφράσεις
διαιωνισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.