διαιωνισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαιωνισμένος η διαιωνισμένη το διαιωνισμένο
      γενική του διαιωνισμένου της διαιωνισμένης του διαιωνισμένου
    αιτιατική τον διαιωνισμένο τη διαιωνισμένη το διαιωνισμένο
     κλητική διαιωνισμένε διαιωνισμένη διαιωνισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαιωνισμένοι οι διαιωνισμένες τα διαιωνισμένα
      γενική των διαιωνισμένων των διαιωνισμένων των διαιωνισμένων
    αιτιατική τους διαιωνισμένους τις διαιωνισμένες τα διαιωνισμένα
     κλητική διαιωνισμένοι διαιωνισμένες διαιωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαιωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαιωνίζω

Μετοχή

διαιωνισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.