διήμερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διήμερος | η | διήμερη | το | διήμερο |
| γενική | του | διήμερου | της | διήμερης | του | διήμερου |
| αιτιατική | τον | διήμερο | τη | διήμερη | το | διήμερο |
| κλητική | διήμερε | διήμερη | διήμερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διήμεροι | οι | διήμερες | τα | διήμερα |
| γενική | των | διήμερων | των | διήμερων | των | διήμερων |
| αιτιατική | τους | διήμερους | τις | διήμερες | τα | διήμερα |
| κλητική | διήμεροι | διήμερες | διήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διήμερος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διήμερος (που συμβαίνει τη δεύτερη μέρα)[1] < (δίς) δι- + ἡμέρ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ή‐με‐ρος
Συγγενικά
Αναφορές
- διήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.