μονοήμερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοήμερος | η | μονοήμερη | το | μονοήμερο |
| γενική | του | μονοήμερου | της | μονοήμερης | του | μονοήμερου |
| αιτιατική | τον | μονοήμερο | τη | μονοήμερη | το | μονοήμερο |
| κλητική | μονοήμερε | μονοήμερη | μονοήμερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοήμεροι | οι | μονοήμερες | τα | μονοήμερα |
| γενική | των | μονοήμερων | των | μονοήμερων | των | μονοήμερων |
| αιτιατική | τους | μονοήμερους | τις | μονοήμερες | τα | μονοήμερα |
| κλητική | μονοήμεροι | μονοήμερες | μονοήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοήμερος, -η, -ο
- που διαρκεί μια μέρα
- ※ Το τελευταίο ταξίδι μ’ αυτό το τρενάκι ο Ορέστης το έκανε τον Μάιο του 1971, όταν τους πήγαν με το σχολείο μονοήμερη εκδρομή στις Μηλιές. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μονοήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.