διάπλατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διάπλατος | η | διάπλατη | το | διάπλατο |
| γενική | του | διάπλατου | της | διάπλατης | του | διάπλατου |
| αιτιατική | τον | διάπλατο | τη | διάπλατη | το | διάπλατο |
| κλητική | διάπλατε | διάπλατη | διάπλατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διάπλατοι | οι | διάπλατες | τα | διάπλατα |
| γενική | των | διάπλατων | των | διάπλατων | των | διάπλατων |
| αιτιατική | τους | διάπλατους | τις | διάπλατες | τα | διάπλατα |
| κλητική | διάπλατοι | διάπλατες | διάπλατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.pla.tos/ & /ˈðʝa.pla.tos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.