ανοικτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανοικτός | η | ανοικτή | το | ανοικτό |
| γενική | του | ανοικτού | της | ανοικτής | του | ανοικτού |
| αιτιατική | τον | ανοικτό | την | ανοικτή | το | ανοικτό |
| κλητική | ανοικτέ | ανοικτή | ανοικτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανοικτοί | οι | ανοικτές | τα | ανοικτά |
| γενική | των | ανοικτών | των | ανοικτών | των | ανοικτών |
| αιτιατική | τους | ανοικτούς | τις | ανοικτές | τα | ανοικτά |
| κλητική | ανοικτοί | ανοικτές | ανοικτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανοικτός < (ελληνιστική κοινή) ἀνοικτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.