διάπλατα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διάπλατα < διάπλατ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.pla.ta/ & /ˈðʝa.pla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐πλα‐τα
Επίρρημα
διάπλατα
- τελείως ανοιχτά, σε όλο το πλάτος
- ※ Άνοιξε διάπλατα την πόρτα να μπούνε οι γειτόνισσες να δούνε, να τους φύγουν οι υποψίες. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διάπλατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διάπλατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.