εξάπλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάπλωση οι εξαπλώσεις
      γενική της εξάπλωσης* των εξαπλώσεων
    αιτιατική την εξάπλωση τις εξαπλώσεις
     κλητική εξάπλωση εξαπλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαπλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάπλωση < (ελληνιστική κοινή) ἐξάπλωσις < ἐξαπλόω / ἐξαπλῶ < ἁπλόω / ἁπλῶ < ἁπλόος / ἁπλοῦς

Ουσιαστικό

εξάπλωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.