δημοκόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δημοκόπος οι δημοκόποι
      γενική του/της δημοκόπου των δημοκόπων
    αιτιατική τον/τη δημοκόπο τους/τις δημοκόπους
     κλητική δημοκόπε δημοκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημοκόπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοκόπος < αρχαία ελληνική δῆμος δημο- + -κόπος (< κόπτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.moˈko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δημοκόπος

Ουσιαστικό

δημοκόπος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις δήμος και κόβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.