δημοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοκοπώ < (ελληνιστική κοινή) δημοκοπέω / δημοκοπῶ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δημοκόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοκοπώ | δημοκοπούσα | θα δημοκοπώ | να δημοκοπώ | δημοκοπώντας | |
| β' ενικ. | δημοκοπείς | δημοκοπούσες | θα δημοκοπείς | να δημοκοπείς | (δημοκόπει) | |
| γ' ενικ. | δημοκοπεί | δημοκοπούσε | θα δημοκοπεί | να δημοκοπεί | ||
| α' πληθ. | δημοκοπούμε | δημοκοπούσαμε | θα δημοκοπούμε | να δημοκοπούμε | ||
| β' πληθ. | δημοκοπείτε | δημοκοπούσατε | θα δημοκοπείτε | να δημοκοπείτε | δημοκοπείτε | |
| γ' πληθ. | δημοκοπούν(ε) | δημοκοπούσαν(ε) | θα δημοκοπούν(ε) | να δημοκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοκόπησα | θα δημοκοπήσω | να δημοκοπήσω | δημοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | δημοκόπησες | θα δημοκοπήσεις | να δημοκοπήσεις | δημοκόπησε | ||
| γ' ενικ. | δημοκόπησε | θα δημοκοπήσει | να δημοκοπήσει | |||
| α' πληθ. | δημοκοπήσαμε | θα δημοκοπήσουμε | να δημοκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | δημοκοπήσατε | θα δημοκοπήσετε | να δημοκοπήσετε | δημοκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | δημοκόπησαν δημοκοπήσαν(ε) |
θα δημοκοπήσουν(ε) | να δημοκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δημοκοπήσει | είχα δημοκοπήσει | θα έχω δημοκοπήσει | να έχω δημοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δημοκοπήσει | είχες δημοκοπήσει | θα έχεις δημοκοπήσει | να έχεις δημοκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δημοκοπήσει | είχε δημοκοπήσει | θα έχει δημοκοπήσει | να έχει δημοκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοκοπήσει | είχαμε δημοκοπήσει | θα έχουμε δημοκοπήσει | να έχουμε δημοκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοκοπήσει | είχατε δημοκοπήσει | θα έχετε δημοκοπήσει | να έχετε δημοκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημοκοπήσει | είχαν δημοκοπήσει | θα έχουν δημοκοπήσει | να έχουν δημοκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
δημοκοπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.