βιοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιοτεχνικός | η | βιοτεχνική | το | βιοτεχνικό |
| γενική | του | βιοτεχνικού | της | βιοτεχνικής | του | βιοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | βιοτεχνικό | τη | βιοτεχνική | το | βιοτεχνικό |
| κλητική | βιοτεχνικέ | βιοτεχνική | βιοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιοτεχνικοί | οι | βιοτεχνικές | τα | βιοτεχνικά |
| γενική | των | βιοτεχνικών | των | βιοτεχνικών | των | βιοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | βιοτεχνικούς | τις | βιοτεχνικές | τα | βιοτεχνικά |
| κλητική | βιοτεχνικοί | βιοτεχνικές | βιοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βιοτεχνικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.