μεταποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταποίηση οι μεταποιήσεις
      γενική της μεταποίησης* των μεταποιήσεων
    αιτιατική τη μεταποίηση τις μεταποιήσεις
     κλητική μεταποίηση μεταποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταποίηση < (ελληνιστική κοινή) μεταποίησις

Ουσιαστικό

μεταποίηση θηλυκό

  1. η διαδικασία μετατροπής μιας πρώτης ύλης ή ενός φυσικού προϊόντος σε βιοτεχνικό-βιομηχανικό προϊόν· ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας
  2. η ελαφρά μετατροπή ενός ρούχου, ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που θα το φορέσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.