μεταποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταποίηση | οι | μεταποιήσεις |
| γενική | της | μεταποίησης* | των | μεταποιήσεων |
| αιτιατική | τη | μεταποίηση | τις | μεταποιήσεις |
| κλητική | μεταποίηση | μεταποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταποίηση < (ελληνιστική κοινή) μεταποίησις
Ουσιαστικό
μεταποίηση θηλυκό
- η διαδικασία μετατροπής μιας πρώτης ύλης ή ενός φυσικού προϊόντος σε βιοτεχνικό-βιομηχανικό προϊόν· ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας
- η ελαφρά μετατροπή ενός ρούχου, ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που θα το φορέσει
Μεταφράσεις
μεταποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.