δεκαπενταετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαπενταετία οι δεκαπενταετίες
      γενική της δεκαπενταετίας των δεκαπενταετιών
    αιτιατική τη δεκαπενταετία τις δεκαπενταετίες
     κλητική δεκαπενταετία δεκαπενταετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκαπενταετία < δεκαπέντε + έτος

Ουσιαστικό

δεκαπενταετία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.