δειγματοληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δειγματοληψία | οι | δειγματοληψίες |
| γενική | της | δειγματοληψίας | των | δειγματοληψιών |
| αιτιατική | τη | δειγματοληψία | τις | δειγματοληψίες |
| κλητική | δειγματοληψία | δειγματοληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δειγματοληψία < δείγμα, δειγματ- + -ο- + -ληψία (< λαμβάνω) μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prise d'échantillons
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ɣma.to.liˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δειγ‐μα‐το‐λη‐ψί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : δει‐γμα‐το‐λη‐ψί‐α
Ουσιαστικό
δειγματοληψία θηλυκό
- η λήψη ενός δείγματος, του οποίου η εξέταση θα μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για το σύνολο από το οποίο προερχόταν το δείγμα
- (πληροφορική) ένα από τα στάδια (βήματα) στη διαδικασία της ψηφιοποίησης
- ※ Η ψηφιοποίηση του ήχου γίνεται με δειγματοληψία και απαιτεί ειδικό υλικό και λογισμικό.
- 11.2.2 Χαρακτηριστικά ήχου, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
- ※ Η ψηφιοποίηση του ήχου γίνεται με δειγματοληψία και απαιτεί ειδικό υλικό και λογισμικό.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δειγματολήπτης, δείγμα, δείχνω και λαμβάνω
Πηγές
- δειγματοληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δειγματοληψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.