sampling
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
sampling (en)
- η δειγματοληψία
- (πληροφορική) δειγματοληψία, ένα από τα στάδια (βήματα) στη διαδικασία της ψηφιοποίησης
Συγγενικά
-
sampling στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.