εικονοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονοποίηση οι εικονοποιήσεις
      γενική της εικονοποίησης* των εικονοποιήσεων
    αιτιατική την εικονοποίηση τις εικονοποιήσεις
     κλητική εικονοποίηση εικονοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εικονοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονοποίηση < εικονοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

εικονοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1 (Εικόνα 1.3.1.), σελ. 9, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.