μεταδεδομένο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεταδεδομένο | τα | μεταδεδομένα |
| γενική | του | μεταδεδομένου | των | μεταδεδομένων |
| αιτιατική | το | μεταδεδομένο | τα | μεταδεδομένα |
| κλητική | μεταδεδομένο | μεταδεδομένα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταδεδομένο < μετα- + δεδομένο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metadata)
Ουσιαστικό
μεταδεδομένο ουδέτερο
- (νεολογισμός), (πληροφορική) (συνήθως στον πληθυντικό: μεταδεδομένα) δεδομένο ή πληροφοριακό στοιχείο που περιγράφει ή δίνει περισσότερες πληροφορίες για άλλα δεδομένα ή πληροφορίες [1]
- Τα μεταδεδομένα ενός ψηφιακού αρχείου φωτογραφίας προσφέρουν πληροφορίες για τον τόπο, το χρόνο, το θέμα, τον φωτογράφο κ.ά.
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
μεταδεδομένο
Αναφορές
- Μεταδεδομένα (Metadata). Προσπέλαση 2020-06-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.