μεταδεδομένο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταδεδομένο τα μεταδεδομένα
      γενική του μεταδεδομένου των μεταδεδομένων
    αιτιατική το μεταδεδομένο τα μεταδεδομένα
     κλητική μεταδεδομένο μεταδεδομένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταδεδομένο < μετα- + δεδομένο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metadata)

Ουσιαστικό

μεταδεδομένο ουδέτερο

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μεταδεδομένα (Metadata). Προσπέλαση 2020-06-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.