ορθογωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθογωνικός | η | ορθογωνική | το | ορθογωνικό |
| γενική | του | ορθογωνικού | της | ορθογωνικής | του | ορθογωνικού |
| αιτιατική | τον | ορθογωνικό | την | ορθογωνική | το | ορθογωνικό |
| κλητική | ορθογωνικέ | ορθογωνική | ορθογωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθογωνικοί | οι | ορθογωνικές | τα | ορθογωνικά |
| γενική | των | ορθογωνικών | των | ορθογωνικών | των | ορθογωνικών |
| αιτιατική | τους | ορθογωνικούς | τις | ορθογωνικές | τα | ορθογωνικά |
| κλητική | ορθογωνικοί | ορθογωνικές | ορθογωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ορθογωνικός, -η, -ο
- οτιδήποτε έχει σχήμα με όλες του τις γωνίες ορθές και επομένως μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο [1]
- ※ Οι ψηφιακές φωτογραφικές εικόνες είναι το αποτέλεσμα της εικονοποίησης δυαδικών δεδομένων που περιγράφουν διακυμάνσεις φωτεινότητας (χρωμάτων) σε ένα καθορισμένο ορθογωνικό πλέγμα [2]
Συγγενικά
- ορθογώνιο
- ορθογώνιος
- ορθογωνιότητα
- ορθογώνια, ορθογωνίως
Μεταφράσεις
ορθογωνικός
Αναφορές
- ορθογωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1 (Εικόνα 1.3.1.), σελ. 9, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.