δανεισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δανεισμένος η δανεισμένη το δανεισμένο
      γενική του δανεισμένου της δανεισμένης του δανεισμένου
    αιτιατική τον δανεισμένο τη δανεισμένη το δανεισμένο
     κλητική δανεισμένε δανεισμένη δανεισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δανεισμένοι οι δανεισμένες τα δανεισμένα
      γενική των δανεισμένων των δανεισμένων των δανεισμένων
    αιτιατική τους δανεισμένους τις δανεισμένες τα δανεισμένα
     κλητική δανεισμένοι δανεισμένες δανεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ða.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δανεισμένος

Μετοχή

δανεισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δάνειο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.