δαγκωνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγκωνιά οι δαγκωνιές
      γενική της δαγκωνιάς των δαγκωνιών
    αιτιατική τη δαγκωνιά τις δαγκωνιές
     κλητική δαγκωνιά δαγκωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαγκωνιά < δαγκών(ω) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaŋ.ɡoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαγκωνιά

Ουσιαστικό

δαγκωνιά και δαγκανιά θηλυκό

  1. η ενέργεια του δαγκώνω
    του έκοψα μια δαγκωνιά για να μάθει!
     συνώνυμα: δαγκωματιά
  2. το αποτύπωμα που αφήνει ένα δάγκωμα
     συνώνυμα: δαγκωματιά
  3. μικρή ποσότητα τροφής
    δεν πρόλαβε να φάει μια δαγκωνιά ψωμί
     συνώνυμα: δαγκωματιά, μπουκιά

Συγγενικά

  • δαγκωνίτσα

 και δείτε τη λέξη δαγκώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.