δαγκανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαγκανιά οι δαγκανιές
      γενική της δαγκανιάς των δαγκανιών
    αιτιατική τη δαγκανιά τις δαγκανιές
     κλητική δαγκανιά δαγκανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

δαγκανιά θηλυκό

 δείτε τη λέξη  δαγκωνιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.