nip

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

nip (en)

  1. δάγκωμα
  2. τσίμπημα
  3. σφηνάκι

Ρήμα

nip (en)

  1. δαγκώνω
  2. τσιμπώ
  3. κλαδεύω
  4. παγώνω

Έκφραση


Αλβανικά (sq)

Ετυμολογία

nip < πρωτοαλβανική *nepō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *népōt «ανιψιός, εγγονός». Συγγενές με το λατινικά nepos και το σανσκριτικό नपात् (nápat-).

Ουσιαστικό

nip (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: nipi) (πληθυντικός nipa και nipër)

  1. ανιψιός
  2. εγγονός

Υποκοριστικά

  • nipçe

Παράγωγα

  • nipash
  • nipëri
  • nipësi
  • nipoll
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.