δαγκωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαγκωμένος η δαγκωμένη το δαγκωμένο
      γενική του δαγκωμένου της δαγκωμένης του δαγκωμένου
    αιτιατική τον δαγκωμένο τη δαγκωμένη το δαγκωμένο
     κλητική δαγκωμένε δαγκωμένη δαγκωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαγκωμένοι οι δαγκωμένες τα δαγκωμένα
      γενική των δαγκωμένων των δαγκωμένων των δαγκωμένων
    αιτιατική τους δαγκωμένους τις δαγκωμένες τα δαγκωμένα
     κλητική δαγκωμένοι δαγκωμένες δαγκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δαγκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δαγκώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaŋ.ɡoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαγκωμένος

Μετοχή

δαγκωμένος

  1. που τον έχουν δαγκώσει
  2. που φέρεται με επιφύλαξη και ενοχή επειδή έχει αντιληφθεί ένα σοβαρό λάθος του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.