δίστηλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίστηλος η δίστηλη το δίστηλο
      γενική του δίστηλου της δίστηλης του δίστηλου
    αιτιατική τον δίστηλο τη δίστηλη το δίστηλο
     κλητική δίστηλε δίστηλη δίστηλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίστηλοι οι δίστηλες τα δίστηλα
      γενική των δίστηλων των δίστηλων των δίστηλων
    αιτιατική τους δίστηλους τις δίστηλες τα δίστηλα
     κλητική δίστηλοι δίστηλες δίστηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίστηλος < (δις) δί- + στήλ(η) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.sti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίστηλος
ομόηχο: δίστυλος

Επίθετο

δίστηλος

  1. που έχει δύο στήλες
    δίστηλο καλοριφέρ
  2. (τυπογραφία, ουσιαστικό)  δείτε τη λέξη δίστηλο

Συγγενικά

  • δίστυλος (όπως για τους δίστυλους ναούς)
  • στύλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.