δίστηλο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίστηλο | τα | δίστηλα |
| γενική | του | δίστηλου | των | δίστηλων |
| αιτιατική | το | δίστηλο | τα | δίστηλα |
| κλητική | δίστηλο | δίστηλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- δίστηλο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίστηλος. Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό, όπως: άρθρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.sti.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐στη‐λο
- ομόηχο: δίστυλο
Ουσιαστικό
δίστηλο ουδέτερο
Ετυμολογία
- δίστηλο: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.