δίστηλο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίστηλο τα δίστηλα
      γενική του δίστηλου των δίστηλων
    αιτιατική το δίστηλο τα δίστηλα
     κλητική δίστηλο δίστηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δίστηλο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίστηλος. Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό, όπως: άρθρο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.sti.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίστηλο
ομόηχο: δίστυλο

Ουσιαστικό

δίστηλο ουδέτερο

  1. (τυπογραφία) άρθρο ή κείμενο τυπωμένο ή γραμμένο σε δύο στήλες (συνήθως για άρθρο εφημερίδας ή περιοδικού)
  2. ισπανικό νόμισμα του παρελθόντος (ισπανικό δίστηλο, «real de a 8»)

Ετυμολογία

δίστηλο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δίστηλο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.