δίλεπτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίλεπτο τα δίλεπτα
      γενική του διλέπτου
& δίλεπτου
των διλέπτων
    αιτιατική το δίλεπτο τα δίλεπτα
     κλητική δίλεπτο δίλεπτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίλεπτος (δί- + λεπτό)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.le.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίλεπτο

Ουσιαστικό

Δίλεπτο κέρμα ευρώ

δίλεπτο ουδέτερο

  1. χρονικό διάστημα διάρκειας δύο λεπτών
    μην ανησυχείς, σε ένα δίλεπτο θα στό 'χω έτοιμο
  2. (νόμισμα) κέρμα αξίας δύο λεπτών (σεντ)
    αυτή όποτε έρχεται στο μαγαζί μας γεμίζει ψιλολόι· πληρώνει μόνιμα με μικρά κέρματα, όλο εικοσάλεπτα και δεκάλεπτα ακόμα και δίλεπτα και μονόλεπτα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.