δεκάλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκάλεπτο | τα | δεκάλεπτα |
| γενική | του | δεκαλέπτου & δεκάλεπτου |
των | δεκαλέπτων |
| αιτιατική | το | δεκάλεπτο | τα | δεκάλεπτα |
| κλητική | δεκάλεπτο | δεκάλεπτα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δεκάλεπτο κέρμα ευρώ
Ετυμολογία
- δεκάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκάλεπτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðeˈka.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κά‐λε‐πτο
Ουσιαστικό
δεκάλεπτο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.