δίκροτον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δίκροτον
- (καθαρεύουσα)
- ※ Εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἦτον τὸ στρατόπεδον ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ ὁ Κόχραν διωρισμένος ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴν Συνέλευσιν Ναύαρχος. Ἔφερε δὲ μεθ’ ἑαυτοῦ διάφορα πολεμικὰ πλοῖα, ἐν οἷς καὶ τὸ δίκροτον ἡ «Ἑλλάς». (Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, 95)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.