δίκρανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίκρανο | τα | δίκρανα |
| γενική | του | δίκρανου | των | δίκρανων |
| αιτιατική | το | δίκρανο | τα | δίκρανα |
| κλητική | δίκρανο | δίκρανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίκρανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δικράνιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δίκρανον < αρχαία ελληνική δίκρανος με δύο (δίς, δί- κεφαλές [1] (< κράνος <κάρα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.kɾa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κρα‐νο
Ουσιαστικό
δίκρανο ουδέτερο
- (εργαλείο) διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών
- ※ Ἄλλα καυδιανὰ δίκρανα γιὰ τὸ ποιητικό μου μέλλον. (Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, 1980)
- δικράνι
- δικράνα
Συνώνυμα
Σημειώσεις
Αναφορές
- δίκρανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.