δικράνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δικράνι τα δικράνια
      γενική του δικρανιού των δικρανιών
    αιτιατική το δικράνι τα δικράνια
     κλητική δικράνι δικράνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικράνι < δικράνιον < υποκοριστικό του δίκρανον < αρχαία ελληνική δίκρανος

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈkɾa.ni/

Ουσιαστικό

δικράνι

δικράνι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.