krzyżyk

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

krzyżyk (pl) υποκοριστικό του krzyż

Προφορά

 

Ουσιαστικό

krzyżyk (pl) αρσενικό

  1. σταυρουδάκι, μικρός σταυρός
  2. (μουσική) η δίεση (#)
    krzyżyk podwyższa wysokość dźwięku o pół tonu - η δίεση ανυψώνει τον φθόγγο κατά μισό τόνο (ένα ημιτόνιο)
  3. (λαϊκότροπο) η δεκαετία (για ηλικίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.