krzyżyk
Πολωνικά
(pl)
Ετυμολογία
krzyżyk
(pl)
υποκοριστικό
του
krzyż
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
krzyżyk
(pl)
αρσενικό
σταυρουδάκι
, μικρός
σταυρός
(
μουσική
)
η
δίεση
(#)
↪
krzyżyk
podwyższa wysokość dźwięku o pół tonu
- η δίεση ανυψώνει τον φθόγγο κατά μισό τόνο (ένα ημιτόνιο)
(
λαϊκότροπο
)
η
δεκαετία
(
για
ηλικίες
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.