δήλωσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δήλωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δήλωσις
Ουσιαστικό
δήλωσις θηλυκό
- υπόσχεση, διαβεβαίωση
- (σε έγγραφα) ο τίτλος, η επιγραφή / δήλωση του θέματος
Πηγές
- δήλωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δήλωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δήλωσῐς | αἱ | δηλώσεις |
| γενική | τῆς | δηλώσεως | τῶν | δηλώσεων |
| δοτική | τῇ | δηλώσει | ταῖς | δηλώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | δήλωσῐν | τὰς | δηλώσεις |
| κλητική ὦ! | δήλωσῐ | δηλώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δηλώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δηλωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δήλωσις, -εως θηλυκό
- εξήγηση, κατάδειξη, απόδειξη, φανέρωση
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Πολιτικός, 287a
- ἔτι δ᾽ αὖ πρὸς τούτοις τὸν περὶ τὰς τοιάσδε συνουσίας ψέγοντα λόγων μήκη καὶ τὰς ἐν κύκλῳ περιόδους οὐκ ἀποδεχόμενον, ὅτι χρὴ τὸν τοιοῦτον μὴ [πάνυ] ταχὺ μηδ᾽ εὐθὺς οὕτω μεθιέναι ψέξαντα [287] μόνον ὡς μακρὰ τὰ λεχθέντα, ἀλλὰ καὶ προσαποφαίνειν οἴεσθαι δεῖν ὡς βραχύτερα ἂν γενόμενα τοὺς συνόντας ἀπηργάζετο διαλεκτικωτέρους καὶ τῆς τῶν ὄντων λόγῳ δηλώσεως εὑρετικωτέρους, τῶν δὲ ἄλλων καὶ πρὸς ἄλλ᾽ ἄττα ψόγων καὶ ἐπαίνων μηδὲν φροντίζειν μηδὲ τὸ παράπαν ἀκούειν δοκεῖν τῶν τοιούτων λόγων
- → λείπει η μετάφραση
- η διαταγή
Πηγές
- δήλωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δήλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.