διαβεβαίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαβεβαίωση | οι | διαβεβαιώσεις |
| γενική | της | διαβεβαίωσης* | των | διαβεβαιώσεων |
| αιτιατική | τη | διαβεβαίωση | τις | διαβεβαιώσεις |
| κλητική | διαβεβαίωση | διαβεβαιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαβεβαιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαβεβαίωση < διαβεβαίωσις < διαβεβαιώ
Ουσιαστικό
διαβεβαίωση θηλυκό
Συγγενικά
- βέβαιος
- βεβαίωση
- διαβεβαιώ
- διαβεβαιώνω
- διαβεβαιωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.