διαβεβαίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβεβαίωση οι διαβεβαιώσεις
      γενική της διαβεβαίωσης* των διαβεβαιώσεων
    αιτιατική τη διαβεβαίωση τις διαβεβαιώσεις
     κλητική διαβεβαίωση διαβεβαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβεβαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβεβαίωση < διαβεβαίωσις < διαβεβαιώ

Ουσιαστικό

διαβεβαίωση θηλυκό

  1. ισχυρή βεβαίωση
  2. βεβαίωση που αφορά κάτι μελλοντικό· υπόσχεση
    έλαβαν τη διαβεβαίωση του υπουργού ότι θα ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους
  3. επίσημη ενέργεια που αντικαθιστά τον όρκο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.