δέησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δέησις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέησις

Ουσιαστικό

δέησις & δέηση

  1. προσευχή
  2. γραπτή αίτηση ή παράκληση

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέησῐς αἱ δεήσεις
      γενική τῆς δεήσεως τῶν δεήσεων
      δοτική τῇ δεήσει ταῖς δεήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δέησῐν τὰς δεήσεις
     κλητική ! δέησῐ δεήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεήσει
γεν-δοτ τοῖν  δεησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δέησις < δέω, δεη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: δέησις νέα ελληνικά: δέηση

Ουσιαστικό

δέησις, -εως θηλυκό

  1. έντονη παράκληση, ικεσία
  2. γραπτή αίτηση
  3. (ελληνιστική σημασία) προσευχή

Συνώνυμα

  • δέημα

Σύνθετα

  • ἀνενδέησις
  • προσδέησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.