γυμνόσπερμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυμνόσπερμος | η | γυμνόσπερμη | το | γυμνόσπερμο |
| γενική | του | γυμνόσπερμου | της | γυμνόσπερμης | του | γυμνόσπερμου |
| αιτιατική | τον | γυμνόσπερμο | τη | γυμνόσπερμη | το | γυμνόσπερμο |
| κλητική | γυμνόσπερμε | γυμνόσπερμη | γυμνόσπερμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυμνόσπερμοι | οι | γυμνόσπερμες | τα | γυμνόσπερμα |
| γενική | των | γυμνόσπερμων | των | γυμνόσπερμων | των | γυμνόσπερμων |
| αιτιατική | τους | γυμνόσπερμους | τις | γυμνόσπερμες | τα | γυμνόσπερμα |
| κλητική | γυμνόσπερμοι | γυμνόσπερμες | γυμνόσπερμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γυμνόσπερμος < (ελληνιστική κοινή) γυμνόσπερμος < γυμνός + -ο- + σπέρμα + -ος
Επίθετο
γυμνόσπερμος, -η, -ο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- γυμνόσπερμα
- γυμνοσπέρματος
- → δείτε τις λέξεις γυμνός και σπέρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.