γυμνόσπερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γυμνόσπερμα
      γενική των γυμνόσπερμων
    αιτιατική τα γυμνόσπερμα
     κλητική γυμνόσπερμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυμνόσπερμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γυμνόσπερμος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

γυμνόσπερμα ουδέτερο στον πληθυντικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.