αγγειόσπερμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειόσπερμος η αγγειόσπερμη το αγγειόσπερμο
      γενική του αγγειόσπερμου της αγγειόσπερμης του αγγειόσπερμου
    αιτιατική τον αγγειόσπερμο την αγγειόσπερμη το αγγειόσπερμο
     κλητική αγγειόσπερμε αγγειόσπερμη αγγειόσπερμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειόσπερμοι οι αγγειόσπερμες τα αγγειόσπερμα
      γενική των αγγειόσπερμων των αγγειόσπερμων των αγγειόσπερμων
    αιτιατική τους αγγειόσπερμους τις αγγειόσπερμες τα αγγειόσπερμα
     κλητική αγγειόσπερμοι αγγειόσπερμες αγγειόσπερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγειόσπερμος < αγγείο + -ο- + σπέρμα + -ος

Επίθετο

αγγειόσπερμος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.