γραφολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | γραφολόγος | οι | γραφολόγοι |
| γενική | του/της | γραφολόγου | των | γραφολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | γραφολόγο | τους/τις | γραφολόγους |
| κλητική | γραφολόγε | γραφολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραφολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική graphologue < αρχαία ελληνική γραφο- + -λόγος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾa.foˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐φο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
γραφολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
γραφολόγος
Πηγές
- γραφολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γραφολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.