γρατσουνισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρατσουνισμένος η γρατσουνισμένη το γρατσουνισμένο
      γενική του γρατσουνισμένου της γρατσουνισμένης του γρατσουνισμένου
    αιτιατική τον γρατσουνισμένο τη γρατσουνισμένη το γρατσουνισμένο
     κλητική γρατσουνισμένε γρατσουνισμένη γρατσουνισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρατσουνισμένοι οι γρατσουνισμένες τα γρατσουνισμένα
      γενική των γρατσουνισμένων των γρατσουνισμένων των γρατσουνισμένων
    αιτιατική τους γρατσουνισμένους τις γρατσουνισμένες τα γρατσουνισμένα
     κλητική γρατσουνισμένοι γρατσουνισμένες γρατσουνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γρατσουνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γρατσουνίζω και γρατσουνάω < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.t͡su.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρατσουνισμένος

Μετοχή

γρατσουνισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.