γρατσουνάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γρατσουνάω < (ηχομιμητική λέξη) (γρατς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾa.t͡suˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐τσου‐νά‐ω
Ρήμα
γρατσουνάω, αόρ.: γρατσούνησα, παθ.φωνή: γρατσουνιέμαι, π.αόρ.: γρατσουνίστηκα, μτχ.π.π.: γρατσουνισμένος, όπως στο γρατσουνίζω
- άλλη μορφή του γρατσουνίζω
Κλίση
Η κλίση σε -ώ, δεν συνηθίζεται
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γρατσουνάω - γρατσουνώ | γρατσουνούσα - γρατσούναγα | θα γρατσουνάω - γρατσουνώ | να γρατσουνάω - γρατσουνώ | γρατσουνώντας | |
| β' ενικ. | γρατσουνάς | γρατσουνούσες - γρατσούναγες | θα γρατσουνάς | να γρατσουνάς | γρατσούνα - γρατσούναγε | |
| γ' ενικ. | γρατσουνάει - γρατσουνά | γρατσουνούσε - γρατσούναγε | θα γρατσουνάει - γρατσουνά | να γρατσουνάει - γρατσουνά | ||
| α' πληθ. | γρατσουνάμε - γρατσουνούμε | γρατσουνούσαμε - γρατσουνάγαμε | θα γρατσουνάμε - γρατσουνούμε | να γρατσουνάμε - γρατσουνούμε | ||
| β' πληθ. | γρατσουνάτε | γρατσουνούσατε - γρατσουνάγατε | θα γρατσουνάτε | να γρατσουνάτε | γρατσουνάτε | |
| γ' πληθ. | γρατσουνάν(ε) - γρατσουνούν(ε) | γρατσουνούσαν(ε) - γρατσούναγαν - γρατσουνάγανε | θα γρατσουνάν(ε) - γρατσουνούν(ε) | να γρατσουνάν(ε) - γρατσουνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γρατσούνησα | θα γρατσουνήσω | να γρατσουνήσω | γρατσουνήσει | ||
| β' ενικ. | γρατσούνησες | θα γρατσουνήσεις | να γρατσουνήσεις | γρατσούνα - γρατσούνησε | ||
| γ' ενικ. | γρατσούνησε | θα γρατσουνήσει | να γρατσουνήσει | |||
| α' πληθ. | γρατσουνήσαμε | θα γρατσουνήσουμε | να γρατσουνήσουμε | |||
| β' πληθ. | γρατσουνήσατε | θα γρατσουνήσετε | να γρατσουνήσετε | γρατσουνήστε | ||
| γ' πληθ. | γρατσούνησαν γρατσουνήσαν(ε) |
θα γρατσουνήσουν(ε) | να γρατσουνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γρατσουνήσει | είχα γρατσουνήσει | θα έχω γρατσουνήσει | να έχω γρατσουνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γρατσουνήσει | είχες γρατσουνήσει | θα έχεις γρατσουνήσει | να έχεις γρατσουνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γρατσουνήσει | είχε γρατσουνήσει | θα έχει γρατσουνήσει | να έχει γρατσουνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γρατσουνήσει | είχαμε γρατσουνήσει | θα έχουμε γρατσουνήσει | να έχουμε γρατσουνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γρατσουνήσει | είχατε γρατσουνήσει | θα έχετε γρατσουνήσει | να έχετε γρατσουνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γρατσουνήσει | είχαν γρατσουνήσει | θα έχουν γρατσουνήσει | να έχουν γρατσουνήσει |
| |
Παθητική φωνή: για τον αόριστο και τη μετοχή, επικρατεί ο τύπος γρατσουνίστηκα, γρατσουνισμένος από το αντίστοιχο ρήμα σε -ίζω (γρατουσνίζω[1]
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
γρατσουνάω
|
Αναφορές
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.