γρατσουνάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρατσουνάω < (ηχομιμητική λέξη) (γρατς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.t͡suˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρατσουνάω

Ρήμα

γρατσουνάω, αόρ.: γρατσούνησα, παθ.φωνή: γρατσουνιέμαι, π.αόρ.: γρατσουνίστηκα, μτχ.π.π.: γρατσουνισμένος, όπως στο γρατσουνίζω

Κλίση

Η κλίση σε -ώ, δεν συνηθίζεται

Παθητική φωνή: για τον αόριστο και τη μετοχή, επικρατεί ο τύπος γρατσουνίστηκα, γρατσουνισμένος από το αντίστοιχο ρήμα σε -ίζω (γρατουσνίζω[1]

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.