γραμμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γραμμωμένος | η | γραμμωμένη | το | γραμμωμένο |
| γενική | του | γραμμωμένου | της | γραμμωμένης | του | γραμμωμένου |
| αιτιατική | τον | γραμμωμένο | τη | γραμμωμένη | το | γραμμωμένο |
| κλητική | γραμμωμένε | γραμμωμένη | γραμμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γραμμωμένοι | οι | γραμμωμένες | τα | γραμμωμένα |
| γενική | των | γραμμωμένων | των | γραμμωμένων | των | γραμμωμένων |
| αιτιατική | τους | γραμμωμένους | τις | γραμμωμένες | τα | γραμμωμένα |
| κλητική | γραμμωμένοι | γραμμωμένες | γραμμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γραμμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γραμμώνομαι
Μετοχή
γραμμωμένος, -η, -ο
- που έχει γραμμές, στον οποίο φαίνονται γραμμές, αδύνατος
- γυμνασμένος, τόσο που φαίνονται γραμμώσεις των μυώνων
Μεταφράσεις
γραμμωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.