γραβιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γραβιέρα | οι | γραβιέρες |
| γενική | της | γραβιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | γραβιέρα | τις | γραβιέρες |
| κλητική | γραβιέρα | γραβιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γραβιέρα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈvʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐βιέ‐ρα
Ουσιαστικό
γραβιέρα θηλυκό
Συγγενικά
-
γραβιέρα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.