γουρλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γουρλής οι γουρλήδες
      γενική του γουρλή των γουρλήδων
    αιτιατική τον γουρλή τους γουρλήδες
     κλητική γουρλή γουρλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουρλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική uğurlu (τυχερός) < uğur < παλαιά τουρκική oğur / uğur < πρωτοτουρκική

Ουσιαστικό

γουρλής αρσενικό (θηλυκό: γουρλού)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.