γούβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γούβα οι γούβες
      γενική της γούβας των (γουβών)
    αιτιατική τη γούβα τις γούβες
     κλητική γούβα γούβες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γούβα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική guvã < μεσαιωνική λατινική cova < λατινική cavea < cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂eu-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣu.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γούβα

Ουσιαστικό

γούβα θηλυκό

  1. μικρή κοιλότητα στο έδαφος που συγκεντρώνει νερά
  2. τόπος σε κατώτερο από τους διπλανούς επίπεδο
    πρβ. το τοπωνυμικό Γούβα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.